- εἰδήσω
- εἶδονseefut ind act 1st sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… … Dictionary of Greek
видеть — вижу, укр. видiти, др. русск. видѣти, ст. слав. видѣти, виждѫ ὁρᾶν, βλέπειν (Супр.), болг. видя, виждам, сербохорв. ви̏дjети, словен. videti, чеш. viděti, vidim, слвц. videt , польск. widziec, widzę, в. луж. widzec. Первонач. атемати ческий гл … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера